μετεωροσκοπώ

μετεωροσκοπώ
μετεωροσκοπῶ, -έω (Α) [μετεωροσκόπος]
εξετάζω τα φαινόμενα τού ουρανού και τής ατμόσφαιρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετεωροσκόπηση — η [μετεωροσκοπώ] η παρατήρηση και μελέτη τών μετεώρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”